προδιερευνητής

προδιερευνητής
προδι-ερευνητής, οῖ, ,
A spy, scout, X.Cyr..5.4.4(v.l.), Plu.Comp.Pel. Marc.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προδιερευνητής — ὁ, ΝΜΑ [προδιερευνῶ] στον πληθ. οι προδιερευνητές και οἱ προδιερευνηταί έφιπποι ανιχνευτές, ισχυρά τμήματα ιππικού τών Βυζαντινών, τα οποία πορεύονταν μπροστά από το κύριο σώμα τής εκστρατείας για να εξερευνήσουν το έδαφος και να ανιχνεύσουν τις… …   Dictionary of Greek

  • προδιερευνηταῖς — προδιερευνητής spy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιερευνητάς — προδιερευνητά̱ς , προδιερευνητής spy masc acc pl προδιερευνητά̱ς , προδιερευνητής spy masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”